Οστεοπόρωση
Οστεοπόρωση είναι νόσος του σκελετού και χαρακτηρίζεται από σταδιακή μείωση της πυκνότητας και της ποιότητας των οστών, με αποτέλεσμα με την πάροδο του χρόνου τα οστά να γίνονται πιο εύθραυστα και λεπτά και να αυξάνεται η πιθανότητα κατάγματος.
Οστεοπενία σημαίνει χαμηλή οστική πυκνότητα, αλλά όχι τόσο χαμηλή ώστε να χαρακτηρίζεται ως οστεοπόρωση.
Οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση της οστεοπόρωσης είναι το χαμηλό σωματικό βάρος, το οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης, το κάπνισμα και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Η οστεοπόρωση επίσης μπορεί να οφείλεται και σε χρόνια χρήση κορτικοστεροειδών.
Η οστεοπόρωση είναι πιο συχνή στις γυναίκες, ειδικά μετά την εμμηνόπαυση. Η έλλειψη των οιστρογόνων, που συνοδεύει την εμμηνόπαυση αποτελεί την κύρια αιτία οστεοπόρωσης. Η θεραπεία υποκατάστασης με οιστρογόνα (είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με προγεστερόνη) βελτιώνει στην οστική πυκνότητα της σπονδυλικής στήλης και του ισχίου και μειώνει τον κίνδυνο καταγμάτων.
Στους άνδρες η οστεοπόρωση μπορεί να οφείλεται σε χαμηλή τεστοστερόνη (ανδρική ορμόνη).
Με την μέτρηση της οστεοπόρωσης προσδιορίζεται η οστική μάζα στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης η/και στο ισχίο και εκφράζεται με ένα δείκτη ο οποίος ονομάζεται T-score. Αν ο δείκτης αυτός είναι μικρότερος από -2.5 τότε έχουμε οστεοπόρωση. Αν ο δείκτης είναι από -1.0 έως -2.5, τότε έχουμε οστεοπενία.
Η χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D βοηθάει στην πρόληψη της οστεοπόρωσης.
Υπάρχουν αρκετές διαθέσιμες θεραπείες για την αντιμετώπισης της οστεοπόρωσης, όπως τα διφωσφονικά και η δενοσουμάμπη (Prolia που είναι ένα ενέσιμο σκεύασμα και χορηγείται κάθε 6 μήνες), αλλά και άλλες θεραπείες.